- θεοκατασκεύαστος
- θεο-κατασκεύαστος, ον,A made by God, ὕμνος Sch.Pi.O.3.11; gloss on θεότευκτον, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεοκατασκεύαστος — θεοκατασκεύστος, ον (AM) ο κατασκευασμένος από θεό … Dictionary of Greek
θεοκατασκεύαστον — θεοκατασκεύαστος made by God masc/fem acc sg θεοκατασκεύαστος made by God neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek